- ανταναφέρω
- ἀνταναφέρω (Α)1. αναφέρω κάτι σε κάτι άλλο2. επανορθώνω, αποζημιώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνταναφέρω — ἀντί ἀναφέρω bring pres subj act 1st sg ἀντί ἀναφέρω bring pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek